- εἰσόδιος
- εἰσόδιοςgoingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισόδιος — α, ο (AM εἰσόδιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Εἰσόδια τα Εισόδια τής Θεοτόκου, θεομητορική εορτή εις ανάμνησιν τής εισόδου, τής αφιερώσεως τής Παναγίας στον ναό 3. το ουδ. εν. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
εἰσόδιον — εἰσόδιος going masc/fem acc sg εἰσόδιος going neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσοδίους — εἰσόδιος going masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσοδίων — εἰσόδιος going masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδια — εἰσόδιος going neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εισόδια — τα βλ. εισόδιος … Dictionary of Greek
προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς … Dictionary of Greek